Τι ακτές ήταν αυτές υπέροχες που τρόχισες την μνήμη σου..!
Στον
κοχυλένιο τους Ορίζοντα σμίλεψες το μυαλό σου,
να
βάφεται στο Χρώμα θαλασσί το Απέραντο…
Πόδια
και χέρια βούτηξες αντίκρυ απ’ την Αντίπαρο,
στο
Άγιο Αιγαίο…
Χαιρετισμοί
ήτανε σαν φύσηξε ο Άνεμος,
φέρνοντας
λάβα λιβυκή της Νιότης και του Πόρου,
να σ’
αναστήσουν…
Λιβάνι
και Θυμίαμα οι ακρογιαλιές που πάτησες και κράτησες
σα
φυλακτό, με πόθο αμάραντο..
Δεν τις
παράτησες στο μίζερο αγιάζι, δεν τις πρόδωσες,
μόνο
έδεσες τη ζήση σου μαζί τους,
ανάβαση
ακατάπαυστη, σχεδόν ερωτική χωρίς σκοτάδι..
Η
Παναγιά η Παντάνασσα σκαρφαλωμένη στο Άπειρο γκρεμνό ανατρίχιαξε!
Την
Νύκτα μύρωσε απ’ τον βράχο της ψηλά…
Ένα
κερί απ’ το ξωκλήσι της τρεμόπαιξε και σου ‘δειξε δειλά
τον
δρόμο για τον Ήλιο τον Αέναο..